φιλοτεχνικός

φιλοτεχνικός
η , ό[ν] искусный, мастерской

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλοτεχνικός" в других словарях:

  • φιλοτεχνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοτεχνία ή στον φιλοτέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλότεχνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στον Μιχ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτεχνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη φιλοτεχνία ή το φιλότεχνο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»